- ετερόδοξος
- -η, -ο (ΑΜ ἑτερόδοξος, -ον)νεοελλ.το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο ετερόδοξος, η ετερόδοξηο μη ορθόδοξος χριστιανός, αυτός που ανήκει σε άλλη χριστιανική Εκκλησία, που ακολουθεί διαφορετικό δόγμα αλλά δεν αρνείται θεμελιώδη χριστιανικά δόγματα και κυρίως το δόγμα τού τριαδικού θεού και το μυστήριο τού βαπτίσματος (σε διάκριση από τον αιρετικό, που αρνείται βασικά δόγματα τής ορθόδοξης πίστης)αρχ.-μσν.1. αυτός που έχει διαφορετική γνώμη2. ο αιρετικός.επίρρ...ἑτεροδόξως και ετερόδοξα (ΑΜ ἑτεροδόξως)σύμφωνα με τη διδασκαλία τών αιρετικών.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. heterodox < μτγν. λατ. heterodoxus < ετερο-* + -δοξος < δόξα].
Dictionary of Greek. 2013.